- σιαλοποιός
- σῐᾰλοποιός, in form [pref] σιελοπ-, όν,A producing saliva, Xenocr,ap. Orib.2.58.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιαλοποιός — και ιων. τ. σιελοποιός, όν, Α αυτός που παράγει, που εκκρίνει σίαλο, σιαλογόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον / σίελον «σάλιο» + ποιός*] … Dictionary of Greek